ΟΜΙΛΙΑ ΜΑΞΙΜΟΥ ΣΤΟ ΝΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
Μέτρο πολιτισμού για κάθε ευνομούμενη πολιτεία είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τα άτομα με αναπηρία. Και η αναπηρία αποτελεί ένα πρόβλημα που απαιτεί κοινωνία ευαισθητοποιημένη και πολίτες με παιδεία, έτσι ώστε τα άτομα με αναπηρία να μην αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Ο στόχος του παρόντος νομοσχεδίου αυτός ακριβώς είναι. Να επιτύχει ώστε τα άτομα με αναπηρία να μη διαφοροποιούνται από το υπόλοιπο σύνολο σε σχέση με τη δυνατότητα συμμετοχής τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Να επιτύχει ώστε η έννοια της αναπηρίας να συνυφανθεί με την έννοια της συνεισφοράς και της συμμετοχής. Και τότε μόνο το χρέος της πολιτείας θα εκπληρωθεί, όταν η όποια αναπηρία δεν θα έχει λειτουργικό αντίκτυπο για τους φέροντες το αναπηρικό φορτίο.
Ευθύνη έχει ασφαλώς και το σύνολο της κοινωνίας. Την πολιτεία όμως βαραίνει η ευθύνη με τη λήψη των κατάλληλων πρωτοβουλιών να άρει κάθε κοινωνική προκατάληψη. Να δημιουργήσει την κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή, να εξασφαλίσει την παροχή ίσων ευκαιριών και να καταστήσει τη διαβίωση των ατόμων με αναπηρία ανεξάρτητη.
Το παρόν σχέδιο νόμου θέτει ως πρώτη προτεραιότητα να υπηρετήσει το ζητούμενο της αξιοποίησης του συνόλου των δυνατοτήτων και δεξιοτήτων που φέρει ο κάθε πολίτης με πρόβλημα αναπηρίας.
Είναι γνωστό πως η έλλειψη κάποιας δεξιότητας υπεραναπτύσσει άλλες. Η δύναμη της αυτοσυντήρησης στους ανθρώπους είναι πανίσχυρη και αν τους δοθούν τα απαραίτητα εκπαιδευτικά και επαγγελματικά κίνητρα τότε σαφώς και μπορούν να γίνουν απολύτως δημιουργικοί και λειτουργικοί.
Και βέβαια κάθε κρατική πρωτοβουλία αυτονόητο είναι πως οφείλει να ξεκινά από τα πρώτα ηλικιακά στάδια, ώστε να διευκολύνεται κατά το δυνατόν η κοινωνική ενσωμάτωση.
Με το σχέδιο νόμου που φέρει προς συζήτηση η κυβέρνηση προωθούνται όλες οι απαραίτητες θεσμικές και λειτουργικές αλλαγές στο υπάρχον σύστημα ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης με στόχο να διασφαλιστούν για όλους τους μαθητές με αναπηρία ίσες ευκαιρίες, πράγμα που αποτελεί και καθολική ηθική επιταγή.
Η εκπαίδευση των παιδιών με οποιοδήποτε πρόβλημα αναπηρίας δεν νοείται να επαφίεται μόνο στην γονεϊκή προαίρεση ή δυνατότητα. Ούτε τα άτομα αυτά είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται ρατσιστικά ως παιδιά ενός κατώτερου Θεού.
Στη λογική αυτή, και κατ’ αναλογία με τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της τυπικής εκπαίδευσης, θεσπίζεται με το σχέδιο νόμου και ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης ως αναπόσπαστο μέρος της υποχρεωτικής και δωρεάν δημόσιας εκπαίδευσης. Ένα δικαίωμα που είναι καθολικό και συμβαδίζει με το συνταγματικό δικαίωμα όλων των Ελλήνων πολιτών για εκπαίδευση, εργασία και κοινωνική ενσωμάτωση.
Μάλιστα η μέριμνα του σχεδίου νόμου για τα άτομα με αναπηρία προχωρεί και πλέον των ορίων της απλής αντιπαραβολής με την τυπική εκπαίδευση. Προνοεί και για τη δια βίου μάθηση των ατόμων αυτών με στόχο τη μέγιστη δυνατή παρεμβατικότητα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, έτσι ώστε να προλάβει το ενδεχόμενο μιας δευτερογενούς αναπηρίας.
Η πραγμάτωση όλων αυτών απαιτεί βεβαίως και απαραίτητη κτιριακή υποδομή, απλοποίηση της νομοθετικής διαδικασίας, ώστε να είναι ευκόλως καταληπτό το νομοθετικό πλαίσιο αναφορικά με τις δευτερεύουσες διαδικασίες, καθώς και η προσαρμογή του στα διεθνή χαρακτηριστικά.
Το παρόν σχέδιο νόμου διαφυλάσσει αυτό το τρίπτυχο των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία στη λογική της διευκόλυνσης της ανάδειξης των κοινωνικών, εκπαιδευτικών και επαγγελματικών δεξιοτήτων τους.
Στα άρθρα του σχεδίου νόμου περιλαμβάνεται με σαφήνεια το σύνολο των υπηρεσιών που απορρέουν από την κατοχύρωση της υποχρεωτικότητας και της συστηματικής παρέμβασης της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης.
Στο πλαίσιο αυτό οφείλω να αναφερθώ και στην ίδρυση του βασικότερου φορέα που διερευνά τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες των ατόμων με αναπηρία, τα Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών (ΚΕΔΔΥ).
Ένας φορέας διεπιστημονικός που παρέχει εκτός των άλλων συμβουλευτικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες. Ένας φορέας που ιδρύεται σε κάθε έδρα νομών και περιφερειών, προωθείται η συνεργασία του με τα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα και ασκεί εξατομικευμένη πολιτική για κάθε μαθητή με τη δημιουργική συμμετοχή των γονέων. Παράλληλα μπορεί να παρέμβει στον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών, να προτείνει την κατά το δυνατόν πιο ευέλικτη λειτουργία των Σχολικών Μονάδων Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (ΣΜΕΑΕ), ενώ υπόκειται και το ίδιο ετήσια αξιολόγηση για τον επαρκή ή μη τρόπο λειτουργίας του.
Το σχέδιο νόμου λαμβάνει πρόνοια και για την ύπαρξη ολοήμερων εκπαιδευτικών τμημάτων, τη μεταφορά των εν λόγω μαθητών και τις απαιτούμενες δεξιότητες του ειδικού και του βοηθητικού εκπαιδευτικού προσωπικού.
Ειδικά για το προσωπικό αυτό είναι άδικο να μη λαμβάνει το επίδομα Ειδικής Αγωγής, διότι οι εργασιακές συνθήκες και το μέτρο της κοινωνικής προσφοράς του αναμφίβολα είναι διαφοροποιημένο. Πόσο μάλλον όταν το επίδομα αυτό προβλέπεται να λαμβάνεται από μέρος του προσωπικού των Σχολικών Μονάδων Ειδικής Αγωγής (ΣΜΕΑΕ) και των Κέντρων Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών (ΚΕΔΔΥ). Αυτή η αδικία πρέπει να αρθεί!
Σε κάθε περίπτωση η γενικότερη φιλοσοφία του σχεδίου νόμου είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και οι όποιες παρατηρήσεις αφορούν μόνο τη δυνατότητα κάποιων επί μέρους βελτιώσεων και όχι την κατά τα άλλα επαινετή πρωτοβουλία του υπουργείου Παιδείας και γι’ αυτό σας καλώ να το υπερψηφίσετε.