Νέα Σμύρνη, 11 Μαΐου 2018
Εισήγηση
Μάξιμου Χαρακόπουλου
στην παρουσίαση του βιβλίου της Άννας Στεργίου:
“Τάσος Χαλκιάς – Το φύσημα του Θεού”
Θέλω να ευχαριστήσω τη συγγραφέα για την ιδιαίτερα τιμητική πρόσκληση να είμαι εκ των παρουσιαστών του βιβλίου της «Τάσος Χαλκιάς – Το φύσημα του Θεού». Την Άννα Στεργίου τη γνώρισα ως μαχητική δημοσιογράφο όταν ήμουν αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης.
Και εκτίμησα τη στάση της, ιδιαίτερα την εποχή της προσωπικής μου περιπέτειας με την διαφωνία μου για το γάλα που οδήγησε στην παραίτησή μου. Τότε, που η τιμή του γάλακτος ήταν πρώτη είδηση σε όλα τα δελτία ειδήσεων, η Άννα ήταν από τους λίγους που έσωσαν την τιμή της δημοσιογραφίας. Δεν αναμασούσε όσα επαναλάμβαναν διάφορα παπαγαλάκια.
Σήμερα, μετά την πλήρη απελευθέρωση της διάρκειας ζωής στο φρέσκο γάλα, απ’ όσους υποτίθεται ήταν πολέμιοι της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ, ουδείς ασχολείται αν έπεσε η τιμή στο ράφι. Κι αυτό λέει πολλά.
Δέχθηκα, λοιπόν, χωρίς δεύτερη σκέψη την πρόταση της να μιλήσω για το βιβλίο της και η ανάγνωσή του με έκανε να εκτιμήσω και το συγγραφικό της ταλέντο.
Φίλες και φίλοι,
Όταν καλούμαστε να μιλήσουμε για μουσική και μουσικούς είναι αδύνατο τα λόγια να αντικαταστήσουν τα αισθήματα που γεννά άμεσα η ίδια η μουσική. Δεν έχω αμφιβολία ότι ένα και μόνο μοιρολόι αν ακούγαμε από το θεϊκό κλαρίνο του Τάσου Χαλκιά, θα γεννιούνταν μέσα μας αισθήματα και σκέψεις τόσες, όσες δεν μπορούν να προκαλέσουν και οι πλέον εμπνευσμένες ομιλίες.
Κι αυτό γιατί η μουσική είναι από μόνη της μια πανανθρώπινη γλώσσα, που ωστόσο έχει πάντοτε ρίζες εντοπιότητας, χωρίς τις οποίες δεν θα άνθιζε, και η οποία μπορεί να μιλά κατευθείαν στη ψυχή μας. Μακάριοι, λοιπόν, όσοι «ομιλούν» αυτή τη γλώσσα, διότι χαρίζουν στους ανθρώπους την αύρα ενός αιθέριου κόσμου.
Τη γλώσσα αυτή μιλούσε άπταιστα ο Τάσος Χαλκιάς, ο βιρτουόζος κλαριντζής, που είχε το χάρισμα, τους καημούς και τα πάθη του κοσμάκη να τα μετουσιώνει σε ήχους γάργαρους σαν τα ποτάμια της Ηπείρου, και καθαρούς σαν τον αέρα των βουνών της.
Η πολυκύμαντη και τραγική ιστορία του μεγάλου Τάσου Χαλκιά, μέλους μιας οικογενείας μουσικών με μακρά παράδοση, ξεδιπλώνεται με εξαιρετική μαεστρία και ζωντάνια από την Άννα Στεργίου. Η συγγραφέας κατορθώνει με προσωπική αμεσότητα, μέσω και των πολλών διαλόγων που παραθέτει, να παρουσιάσει τον βίο και την πολιτεία του πρωταγωνιστή από την αρχή μέχρι το τέλος.
Και μάλιστα, το ατομικό είναι συνδεδεμένο άρρηκτα με το συλλογικό, καθώς στις σελίδες του βιβλίου της όλες οι προσωπικές περιπέτειες συμβαδίζουν με την ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Τα μεγάλα γεγονότα που συνταράζουν την πατρίδα μας θα επηρεάσουν άμεσα τη ζωή του Χαλκιά, όπως και της θρυλικής του οικογένειας.
Οι πόλεμοι, η κατοχή, η μετανάστευση, οι πολιτικές αναστατώσεις και αντιπαραθέσεις συνιστούν το φόντο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται και εκδηλώνεται η προσωπικότητα του Χαλκιά. Είναι το περιβάλλον στο οποίο ο ίδιος και οι συγγενείς του θα κρατήσουν ψηλά μια μεγάλη παράδοση, η οποία με το τέλος τους ίσως βασίλεψε για πάντα.
Γιατί οι Χαλκιάδες ήταν οι ζωντανοί φορείς ενός ανεκτίμητου θησαυρού, που έχει τις απαρχές του στην αρχαιότητα, και άνθισε εκ νέου, σε χρόνους δίσεκτους, στων Ελλήνων τις ελεύθερες κοινότητες, ως δημοτικό τραγούδι. Αποτέλεσαν, μαζί με μια πλειάδα άξιων ερμηνευτών και μουσικών, τον κρίσιμο κρίκο που συνδέει δύο διαφορετικές εποχές.
Για εμάς, που έχουμε μια μέση ηλικία, και ζήσαμε σε αυτό το μεταίχμιο, τούτο γίνεται εύκολα κατανοητό. Για έναν νεώτερο, όμως, είναι πλέον δύσκολο. Είναι δύσκολο να αντιληφθεί ότι το δημοτικό τραγούδι ήταν η συμπύκνωση όλων των πλευρών του βίου του ανθρώπου εκείνης της εποχής. Ήταν ο ύμνος στον έρωτα για τη γυναίκα, ο θαυμασμός προς την φύση και τα πλάσματά της, η καταξίωση της αληθινής φιλίας, η αγάπη για την ελευθερία και το Γένος, ακόμη και ο σεβασμός στο Θεό και τη δημιουργία Του. Ήταν, όμως, και η απορία και ο θρήνος για τον θάνατο, τον πόλεμο, την καταστροφή και την απόγνωση, την προδοσία και την στενοχώρια, τη μετανάστευση και τα γηρατειά. Μέσα από την μουσική ο άνθρωπος μπορούσε να τα φέρνει στα μέτρα του, να τα νικά μέσα του, να μην τον καταβάλουν.
Αυτή ήταν η ανεκτίμητη λειτουργία της μουσικής που υπηρέτησε ο Τάσος Χαλκιάς. Όπως γράφεται στο βιβλίο, εκεί που πραγματικά «στο σπίτι τους ήταν ένας κανονικός άνθρωπος μόλις έπαιζε στο πάλκο, υπήρχαν άνθρωποι που τον λάτρευαν σαν θεό. Μυσταγωγία».
Άλλωστε, η μουσική ήταν αυτή που κράτησε όρθιο και τον ίδιο τον Τάσο Χαλκιά, που έζησε τον θάνατο του πατέρα του, δύο αδερφάδων του, πάνω στη γέννα, και κυρίως τον χαμό της γυναίκας του και των δυο μικρών παιδιών του από τις βόμβες των Ιταλών εισβολέων.
Μέσα από τα πολλά επεισόδια που περιγράφονται στο βιβλίο συγκράτησα τρία που δείχνουν αυτή την περίεργη σχέση της μουσικής με τον πόλεμο, την καταστροφή και τον θάνατο και μου έκαναν εξαιρετική εντύπωση.
Το πρώτο, όταν ο Τάσος Χαλκιάς, τραυματίας κατά την έφοδο κατάληψης του υψώματος 669, έχει μεταφερθεί στο νοσοκομείο, στα Γιάννινα, και εκεί με το κλαρίνο του «γίνεται γιατρός των ψυχών» των τραυματισμένων παλικαριών (σελ. 144).
Το δεύτερο, κατά την υποχώρηση, τον Απρίλιο του 1941, καθώς κατέβαιναν οι Γερμανοί, ο Χαλκιάς για να εμψυχώσει τον κόσμο, που βρισκόταν σε απόγνωση, βρέθηκε να παίζει τη μουσική του στο δρόμο (σελ. 151).
Και το τρίτο, όταν στην Λευκάδα, στήθηκε γλέντι πάνω στο τάφο του παππού ενός νέου που είχε παντρευτεί την προηγούμενη, όπως είχε δώσει ο ίδιος ευχή και κατάρα, να γλεντήσει κι ας είναι πιά στο χώμα (σελ. 233). Μια εικόνα που νομίζω ότι είναι δύσκολο να συναντήσουμε σε άλλον πολιτισμό.
Επανειλημμένες είναι οι εικόνες από τα πανηγύρια και τους γάμους σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Είναι σκηνές ιδιαίτερα οικείες για τους μεγαλύτερους, που είχαμε την τύχη να βιώσουμε αυτόν τον κόσμο από τον οποίον πλέον έχουν διασωθεί μόνον ψήγματά του, ως μακρινός απόηχος.
Το πανηγύρι ήταν το κύριο γεγονός του χωριού και της ευρύτερης περιοχής. Εκεί τα παλληκάρια βλέπανε τις κοπέλες, εκεί καταξιωνότανε ο νοικοκύρης, εκεί ξέσκαγε ο κουρασμένος χωρικός, όπως και στους γάμους, τη σημαντικότερη στιγμή στη ζωή των ανθρώπων. Και γι’ αυτό ο μουσικός ήταν κάτι σαν θεός. Ένας θεός βέβαια, ταλαιπωρημένος, από την πεζοπορία, την κούραση, την αυπνία. Συχνά κακοπληρωμένος, ακόμη και κυνηγημένος. Όλα αυτά περιγράφονται με γλαφυρότητα στο βιβλίο της Άννας Στεργίου, με τις πολλές σπαρταριστές περιπέτειες, άλλες κωμικές και άλλες θλιβερές.
Λόγω καταγωγής, αλλά και παρουσίασης στη Νέα Σμύρνη, επιτρέψτε μου να μνημονεύσω τις αναφορές της συγγραφέως στη Μικρά Ασία και τη σχέση της στη ζωή του Χαλκιά, που δεν είναι λίγες.
Όπως για τη συμμετοχή του μεγάλου του αδελφού, του Μήτσου, ο οποίος γύρισε από την μικρασιατική εκστρατεία με μια σφαίρα καρφωμένη μέσα του, που την κουβαλούσε για δεκαετίες, καθώς «οι γιατροί δεν τον χειρουργούσαν, γιατί ήταν σπουδαγμένοι στη Γερμανία κι εκείνος φτωχός και βενιζελικός!» (σελ. 38).
Αλλά και την παρουσία των προσφύγων στην Ελλάδα και την εντύπωση που προκάλεσαν στους Ηπειρώτες, καθώς, όπως αναφέρει «πριν από τη μικρασιατική καταστροφή είχαν επαφές με τον ελληνισμό της Πόλης. Μετά την τραγωδία εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο Σμυρνιοί, Καππαδόκες και Πόντιοι. Άλλοι το μαύρο Σεπτέμβρη του ‘22 κι οι περισσότεροι με την ανταλλαγή των πληθυσμών το ’24» (σελ. 37).
Και ο Τάσος Χαλκιάς πηγαίνοντας εκεί που είχαν εγκατασταθεί οι πρόσφυγες διαπίστωσε ότι «οι γυναίκες ήταν λεπτεπίλεπτες, δεν έκαναν χοντροδουλειές ούτε ζαλώνονταν ξύλα στην πλάτη, όπως στο χωριό. Η φτώχια φτώχια και το μπάνιο μπάνιο. Λούζονταν, σχεδόν ξεβαφτίζονταν στο νερό» (σελ. 48). Οι «παστρικές» όπως τις αποκάλεσαν οι ντόπιοι.
Και αυτοί οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο ήταν Πόντιοι από την Μπάφρα και τη Σαμψούντα, Καππαδόκες απ’ την Καισάρεια, που «δεν μιλούσαν καλά ελληνικά και οι Γιαννιώτες απορούσαν…. Με τον καιρό διαπίστωσαν πως ήταν Χριστιανοί ορθόδοξοι και σταυροπροσκυνούσαν. Τηρούσαν τις νηστείες με θρησκευτική ευλάβεια. Ταλαιπωρημένοι, νοικοκυραίοι άνθρωποι, με τα καπνά τους, με το εμπόριό τους, ώσπου τους βρήκε η συμφορά και ξεριζώθηκαν» (σελ. 49).
Η μουσική των Μικρασιατών δεν μπορεί να πει κανείς ότι επηρέασε και τη μουσική των Χαλκιάδων. Οι πρόσφυγες τροφοδότησαν κυρίως το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, που για κάποιες δεκαετίες συνυπήρξε με τον δημοτικό, σε μια περίεργη συμπληρωματική αλλά και ανταγωνιστική σχέση.
Δυστυχώς, στις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική παράδοση υπέστη συντριπτικά πλήγματα, όχι μόνον από τις τεράστιες κοινωνικές αλλαγές, αλλά και από την επιπόλαιη πρόσληψη κάθε εισαγόμενου πολιτιστικού προτύπου, λόγω μάλλον μιας συμπλεγματικής νοοτροπίας. Έτσι, ο νεοπλουτισμός, ο ατομικισμός, η επιδειξιομανία, ο καταναλωτισμός, ο μιμητισμός υπονόμευσαν έναν άλλοτε ισχυρό πολιτισμό. Η εποχή της ευμάρειας δεν επέτρεψε να εκτιμήσουμε το μέγεθος της καταστροφής.
Σήμερα, όμως, που καταρρέουν τα ψευδοπρότυπα που οικοδομήσαμε, η ανάγκη της επανεκτίμησης των παραδοσιακών πολιτισμικών αξιών είναι επιτακτική. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως μια στείρα επανάληψη των παραδοσιακών μοντέλων, που έτσι κι αλλιώς είναι αδύνατη.
Αλλά είναι δυνατή μια σύνθεση δημιουργική, που άλλωστε είχε ξεκινήσει πριν από πολλές δεκαετίες. Όπως για παράδειγμα η συμμετοχή του Τάσου Χαλκιά σε δουλειές του Θεοδωράκη, του Μαρκόπουλου και τόσων άλλων σπουδαίων καλλιτεχνών.
Αν λοιπόν θέλουμε να ξεφύγουμε από την μιζέρια που μας καταπνίγει είναι ανάγκη να πιάσουμε και πάλι το νήμα της ιστορίας μας, να αφουγκραστούμε και πάλι το φύσημα του Θεού, για να ατενίσουμε με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση το μέλλον.
Καλοτάξιδο Άννα!